Η Αγάπη Κάνει Πιθανά τ΄ Απίθανα


 

Η Αθηνά κοίταξε με βλέμμα αγριωπό πίσω της. Αναγνώρισε αυτά τα στρογγυλά μάτια και τα περίεργα ζυγωματικά.

«Είσαι ο ψαράς που με τράβηξε έξω»

Ο ξανθωπός άντρας χαμογέλασε κάτω από το περίεργο βλέμμα του.

-Είσαι η γυναίκα του Φιλίπ.

-Me , no!

Αποκρίθηκε εκείνη, με κρυφό πόνο. Του εξήγησε ότι ο αείμνηστος υπήρξε καρδιακός της φίλος. Εντελώς ασυναίσθητα, άναψε ένα από τα βέλγικα πούρα της και άρχισε να το καπνίζει με μανία. Φύσαγε τον καπνό και ξεφύσαγε πάνω στο ελαφρύ κύμα της θάλασσας. Γύρω ακόμα άναβαν φώτα. Στους δρόμους ,στα σπίτια, στα μαγαζιά. Έμοιαζε νύχτα και ας μην ήταν. Ο Ψαράς της έδειξε την μικρή καλύβα που στεγαζόταν λίγο πιο πέρα. Την προσκάλεσε να έρθει μέσα για να αποφύγει της ψιχάλες.

«Δεν το περίμενα ότι θα δεχτείς»

Είπε προσφέροντας της μια πήλινη κούπα. Η Αθηνά τον κοίταξε με θάρρος.

-Ακόμα κι αν θέλω να είμαι μόνη, δεν επιτρέπεται.

Ο Δαμιανός, όπως λεγόταν ο ψαράς μας, κάθισε δίπλα της.

Κοιμήθηκα στη βάρκα. Άκουσα ένα  περίεργο τραγούδι , σαν κάποιος να το ψιθυρίζει στα αυτιά μου… και ξάφνου, μέσα στον ύπνο μου, ένιωσα ένα χέρι να μου χαϊδεύει τα μαλλιά. Να, κάπως έτσι.

Και άπλωσε τα μακριά της δάχτυλα και τα πέρασε ανάμεσα στις ανάκατες τούφες των μαλλιών της. Ο Δαμιανός δεν παραξενεύτηκε. Με τη σειρά του, είχε και αυτός μια ιστορία να πει.

Κάποτε, μια μάνα, είδε τους Σαρακινούς να παίρνουν τα παιδιά της. Πάτησε πάνω στο νερό να τα βρει.  Την στείλανε στον πάτο της θάλασσας. Από τότε, μια γραμμή χωρίζει το Αιγαίο από το Ικάριο πέλαγος. Και εκείνη, λένε, ψάχνει ένα παιδί, που να το έχει για δικό της. Η αγάπη… Η αγάπη δεν έχει σταθμά και όρια.

Η Αθηνά γούρλωσε τα μάτια και είδε τον Φιλίπ μπροστά της να της λέει: -Αθεν! Κοίτα αυτή τη γραμμή εδώ.

Και ύστερα να γελάει με παιδική αφέλεια, πριν ο θυμός τον σπρώξει στα νερά. Σύντομα ένιωσε το σώμα της να μουδιάζει. Ο Δαμιανός την σήκωσε και την έβαλε να ξαπλώσει στο μικρό ντιβάνι.

Γονάτισε δίπλα στο κουρασμένο κορίτσι  και απέμεινε να  χαζεύει για ώρα την παράξενη ομορφιά του.

Και ευγνωμονούσε τα ρεύματα, σαν να ήταν η μέρα εκείνη,  που την φέρανε μπροστά του. Δεν ήθελε να την αποχωριστεί. Είχε πολλά να της πει και να της δείξει. Ξεκινούσε με το πρώτο φως και σταματούσε με το τελείωμα της μέρας. Κάποιες φορές, σφιγγόταν γύρω από τη μέση ή το μπράτσο της , λες και εκείνη επρόκειτο ξαφνικά να χαθεί. Και ποτέ δεν έπλευσαν μαζί, γιατί φοβόταν πως η θάλασσα θα την πάρει πίσω, έτσι όπως την έφερε. Κάπως έτσι, προσπάθησε  να τη βγάλει από τη σκιά του Φιλίπ.

Κάποτε χτένισε τα σγουρά ξανθά μαλλιά του στο πλάι . Φόρεσε ένα μαύρο πουκάμισο και στάθηκε καρτερικά έξω από το μικρό ξενοδοχείο. Εκείνη εμφανίστηκε τυλιγμένη μέσα σε άσπρο φόρεμα.  Ο Δαμιανός είδε την λυτή ομορφιά της και δόξασε μέσα του όλο τον κόσμο.

Πρόθυμος ήταν να της φέρει τη χαρά. Και θαρρούσε πως ευτυχισμένη ήταν , όταν τα μάγουλα της κοκκίνησαν από το κρασί και τα μαλλιά της έπεφταν ανέμελα στους ώμους. Η Αθηνά χόρεψε, σαν να βρήκε το βήμα της μετά από χρόνια. Δεν γινόταν ανθρώπου μάτι να μην τη χαρεί. Πως λοιπόν να μην την χαρούν τα δικά του. Σαν έπεσε το κατασκόταδο και βγήκαν πάλι στο λιθόστρωτο δρομάκι την αγκάλιασε και την κοίταξε με επιθυμία. Η Αθηνά είδε τον Φιλίπ να της χαμογελά μέσα στην ζάλη της μέθης. Τόσες μέρες είχε χαθεί από τη σκέψη της. Μα που ήταν…

«Φίλησε με …»

Του είπε μέσα στη δροσιά της βραδιάς. Ο Δαμιανός την ασπάστηκε ,μα  εκείνη ένιωσε τα χείλη κάποιου άλλου. Και η μυρωδιά του, ήταν γεμάτη άγρια άνθη. Μα εκείνη οσμίστηκε το πεύκο, στο κορμί κάποιου άλλου. Τίποτα δεν ήταν όπως το έβλεπε. Μα αυτό φανερώθηκε στο σήκωμα της αυγής. Ο Δαμιανός  στριφογύριζε στο δωμάτιο της ντυμένος πρόχειρα. Το σφιχτό του κορμί διαγραφόταν κάτω από την κανοτιέρα.

-Πως γίνεται αυτό;

Ο Δαμιανός τραβήχτηκε δίπλα της. Κάθισε στο στρώμα και έψαξε τα κατάλληλα λόγια.

-Είναι τόσο παράξενο, αλλά τόσο εύλογο μαζί, που τίποτα δεν κρατάει από το να έρθω μαζί σου.

 -Τι εννοείς;

-Άκουσε με. Δεν υπάρχει τρόπος να το εξηγήσω… Είμαι γεμάτος από έρωτα.

Η Αθηνά συνοφρυώθηκε.

-Ήθελες να ξεχάσω τον Φιλίπ. Όμως χτες το βράδυ ήμουν μαζί του.

Ξάφνου ο Δαμιανός σηκώθηκε και κλότσησε αγανακτισμένος το σκαμνί δίπλα του. Ήταν τόσο σίγουρος μέχρι το προηγούμενο βράδυ.

«Πότε θα το πάρεις απόφαση! ΠΕΘΑΝΕ, Αθηνά! Δεν πρόκειται να γυρίσει»

Η Αθηνά οργίστηκε. Τίποτα μέσα της δεν μπορούσε να αποδεχτεί το γεγονός .

«Δεν θέλω να σε δω ποτέ ξανά. Φύγε.»

Ο Δαμιανός έφυγε πικραμένος. Για λίγο μόνο νόμιζε ότι στάθηκε πιο πάνω από τις σκιές. Ήταν ανώφελο, όμως μέσα του ήλπιζε ότι η Αθηνά θα λογικευτεί μετά από το βράδυ που πέρασε μαζί της. Ποιος είπε όμως ότι η Αθηνά έχει τρελαθεί;

Όλη τη μέρα δεν πήρε ένα σημάδι της. Η θάλασσα φούσκωσε ξανά και τα λιγοστά σύννεφα του ουρανού χαμήλωναν πάνω από την Ικαρία. Άλλη μια μέρα θα πήγαινε χαμένη, με τα δίχτυα του στεγνά. Το απόγευμα κρύες σταγόνες πέφτανε ορμητικά και πλήγωναν τα σανίδια της καλύβας.

Σίγουρα θα είχε πλέον φύγει. Έτσι νόμιζε, ώσπου ένα πρωί, που το σώμα του είχε μουδιάσει από ώρα στο μικρό ντιβάνι, άκουσε τα σανίδια της βάρκας να θρύβουν πάνω στο αμμοχάλικο. Τύλιξε γύρω του ένα καρό πουκάμισο και έτρεξε έξω. Ήταν πολύ αργά. Η Αθηνά έφυγε, την πήρε η θάλασσα . Και το υπόγειο ρεύμα την τράβηξε ευθεία στο θάνατο.

Το κάτω χείλος του έτρεμε  και στο τέλος φώναξε το όνομα της. Οι γλάροι που ήρθαν να σημάνουν την φουρτούνα τρόμαξαν και έφυγαν.

Τι σημασία έχουν όμως όλα αυτά; Αφού η αγάπη δεν έχει σταθμά και όρια , οι άνθρωποι θα βρεθούν εκεί που κάποτε χαθήκανε. Η Αθηνά πάτησε στην άκρη της βάρκας με γυμνά πόδια. Ήταν απίθανο, όμως γεμάτη απόφαση είπε:

-Θα έρθω να σε βρω. Σε όποιο ύψος και βάθος, φτάνει ο κόσμος.

Ρίχτηκε στο σκοτάδι, χωρίς να περιμένει πια κάτι λογικό να συμβεί. Μόνον το θαύμα ότι θα τον φέρει πίσω. Και όπως το γαλάζιο της θάλασσας γινόταν μπλε και το μπλε της γινόταν άβυσσος, ένα χέρι πετάχτηκε μέσα από αυτή και την τράβηξε στο βυθό της.

Κάποτε ξύπνησε. Δεν κατάλαβε το πού. Τριγύρω περιφέρονταν άνθρωποι ντυμένοι στα άσπρα . Ήταν ο παράδεισος;

Κανείς δεν στάθηκε να της πει.

«Σώζονται πολλοί πνιγμένοι αυτές τις μέρες» είπε μια γυναίκα με μια ποδιά σφιγμένη γερά πίσω από τη μέση της.

Η Αθηνά κατάλαβε. Βρισκόταν στο θάλαμο ενός νοσοκομείου. Είχε φτάσει. Ήταν τόσο κοντά. Τράβηξε τις συσκευές από το τα χέρια της και σηκώθηκε ζαλισμένη ακόμα από το λήθαργο. Στο διπλανό θάλαμο των επειγόντων περιστατικών, ξάπλωνε ένα άγνωστος άντρας που τον ξέρασε η θάλασσα. Ακούγονταν φωνές που λέγανε ότι  ο άνθρωπος ταυτότητας. Αλλά εκείνη ήξερε. Χωρίς καμία δύναμη πλέον στο σώμα της, άγγιξε τρυφερά το χέρι του πνιγμένου. Και να, που η αγάπη κάνει πιθανά τα απίθανα.

 Τα μάτια του ανοίξανε. Το χρώμα τους είχε ξεθωριάσει από τη μνήμη της Αθηνάς.

-Αθέν… είπε εκείνος πίσω από την βαριά μάσκα.

Τα χέρια σφίχτηκαν μεταξύ τους και ένιωσαν τον αδύναμο σφυγμό.

-Αθέν… Θα χορέψεις για μένα;

Εκείνη έγνεψε πως ναι. Και στα μάτια της, έτρεξαν ανύποπτα δάκρυα ευτυχίας.


 

 ©2024 Μαρία Μίγκλη

Αρθρογράφος – Συγγραφέας