Απαρνήθηκα Τη Σιωπή


 

Απαρνήθηκα τη σιωπή

Χωρίς ντροπή έφτυσα την κραυγή …την οργή  

Ελευθερώθηκα!

Αποφασισμένη να κολυμπήσω

μέσα σε βρισιές, σε ανάγωγες προσβολές,

ανάγκασα τη θλίψη να γίνει μουσική

Οι νότες πια χορεύουν σαν πριμαντόνες λαμπερές

Οι λέξεις δε ντρέπονται …ντύνονται πρόστυχες πόρνες,

ανθρώπινες επιθυμίες ζωντανές

και χορεύουν σαν τρελές νύμφες …σαν αστραπές

Δίχως επιλογή, η φωνή έγινε μάνα-προσταγή,

άρχισε να μαλώνει με πυγμή …με θέληση …χωρίς υπομονή

Σταμάτησα να τιθασεύω τις ορμές,

που πάλευαν να ναρκωθούν, να πνιγούν σχεδόν βουβές

Διέταξα μια ασταμάτητη πολυλογία,

οι χορδές υπάκουες, ακολούθησαν τις διαταγές

Σκέψεις, λαχτάρες, επιθυμίες και ηδονές

ξεκίνησαν να εξομολογούνται σε καραόκε γιορτινό

Στίχοι βρώμικοι, αναστατωμένοι,

αποφάσισαν να ενημερώσουν τον γαμπρό …

Απαρνήθηκα τη σιωπή

Απόψε επιτέλους θα γνωριστώ με τη ψυχή

θα της διηγηθώ τα πάντα και κυρίως εκείνο το αφιλόξενο

‘Φεύγω το πρωί’

Γιατί φοβήθηκα όταν σ΄αντίκρυσα

Γιατί κρύφτηκα όταν σε φίλησα

Γιατί η αγάπη αποφάσισε να καμωθώ τη σιωπή …

Απαρνήθηκα τη σιωπή 

Τώρα το ξέρω πως μάτωσα βαθιά τη ψυχή,

και φωνάζω δυνατά :  ‘Συγχώρα με!’


 

©2022 Maria Stavridou

Αφήστε μια απάντηση